- ῥοδουντία
- ῥοδουντία, ἡ,A dish flavoured with roses, Ath.9.403d; cf. ῥοδωνιά IV.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥοδουντία — ῥοδουντίᾱ , ῥοδουντία dish flavoured with roses fem nom/voc/acc dual ῥοδουντίᾱ , ῥοδουντία dish flavoured with roses fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδουντία — ἡ, Α έδεσμα με βασικό συστατικό τα ροδοπέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. επιθ. *ῥοδοῦς, οῦντος (< ῥοδόεις, με συναίρεση)] … Dictionary of Greek